δεκτός

δεκτός
και δεχτός, -ή, -ό (AM δεκτός, -ή, -όν) [δέχομαι]
ο αποδεκτός, ο παραδεκτός (α. «η πρόταση έγινε δεκτή» β. «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δέχεται σε ακρόαση αξιωματούχος ή προϊστάμενος στην ιεραρχία
2. φρ. α) δεκτή
ένδειξη σε συναλλαγματικές η οποία τοποθετείται πάνω από την υπογραφή τού αποδέκτη
β) δεκτό (ν)
μονολεκτική έκφραση συμφωνίας και αποδοχής
μσν.
1. ευάρεστος («ἔργα δεκτὰ τῷ Θεῷ»)
2. επιδεκτικός («μνηστεία οὔπω δεκτὴ γάμου» — μνηστεία που δεν επιτρέπεται ακόμη να φθάσει σε γάμο)
αρχ.
1. ο κατανοητός
2. το θηλ. ως ουσ. η δεκτή
η χλαίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεκτός — to be received masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτός — ή, ό αυτός που τον δέχεται, τον παραδέχεται κάποιος, ευπρόσδεκτος, ευάρεστος: Η πρόταση του έγινε ομόφωνα δεκτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκτά — δεκτός to be received neut nom/voc/acc pl δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc/acc dual δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτότερον — δεκτός to be received adverbial comp δεκτός to be received masc acc comp sg δεκτός to be received neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτόν — δεκτός to be received masc acc sg δεκτός to be received neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκταί — δεκτός to be received fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτοῖς — δεκτός to be received masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτοί — δεκτός to be received masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτοῦ — δεκτός to be received masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτούς — δεκτός to be received masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”